- σταφυλοκλοπίδας
- σταφυλοκλοπίδᾱς , σταφυλοκλοπίδηςgrape-stealermasc acc plσταφυλοκλοπίδᾱς , σταφυλοκλοπίδηςgrape-stealermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταφυλοκλοπίδης — δωρ. τ. σταφυλοκλοπίδας, ὁ, Α κλέφτης σταφυλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κλοπός / κλοπή + ίδης (πρβλ. ηγεμον ίδης)] … Dictionary of Greek